Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

είμαι όμοιος

  • 1 походить

    Русско-греческий словарь > походить

  • 2 похожий

    похож||ий
    прил ὀμοιος, παρόμοιος, ὁμοιάζων:
    быть \похожийим на кого́-л. (ομοιάζω, εἶμαι ὀμοιος μέ... на кого́ ты похож! πώς ἐγινες ἔτσι!· ◊ это ни на что не \похожийе! αὐτό ξεπερνάει τά ὀρια.

    Русско-новогреческий словарь > похожий

  • 3 походить

    походить I
    сов (некоторое время) βαδίζω, περπατώ:
    \походить с полчаса περπατώ μισή ὠρα.
    походить II
    несов (быть похожим) (ό)μοιάζω, εἶμαι ὀμοιος:
    \походить на отца μοιάζω τοῦ πατέρα μου.

    Русско-новогреческий словарь > походить

  • 4 parallel

    ['pærəlel] 1. adjective
    1) ((of straight lines) going in the same direction and always staying the same distance apart: The road is parallel to/with the river.) παράλληλος
    2) (alike (in some way): There are parallel passages in the two books.) παράλληλος
    2. adverb
    (in the same direction but always about the same distance away: We sailed parallel to the coast for several days.) παράλληλα
    3. noun
    1) (a line parallel to another: Draw a parallel to this line.) παράλληλη γραμμή
    2) (a likeness or state of being alike: Is there a parallel between the British Empire and the Roman Empire?) αναλογία
    3) (a line drawn from east to west across a map etc at a fixed distance from the equator: The border between Canada and the United States follows the forty-ninth parallel.) γεωγραφικός παράλληλος
    4. verb
    (to be equal to: His stupidity can't be paralleled.) είμαι όμοιος με/συγκρίνω,παραβάλλω

    English-Greek dictionary > parallel

  • 5 равн'ый

    равн|'ый
    прил ίσος, ὀμοιος:
    \равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον.

    Русско-новогреческий словарь > равн'ый

  • 6 равный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ίσος, όμοιος•

    -ые силы ίσες δυνάμεις•

    -ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•

    быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•

    ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•

    -ым образом εξ ίσου, όμοια•

    на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•

    относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•

    у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > равный

  • 7 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

См. также в других словарях:

  • αδιαφορώ — (Α ἀδιαφορῶ, έω) [ἀδιάφορος] είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι αρχ. 1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι 2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …   Dictionary of Greek

  • αναμοιάζω — 1. είμαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον 2. βρίσκω ομοιότητες, παρομοιάζω κάποιον με άλλον …   Dictionary of Greek

  • καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μηλίζω — (Α) [μήλον (Ι)] είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • μητρώζω — μητρῴζω (ΑΜ) 1. εορτάζω τα μυστήρια τής Κυβέλης 2. είμαι όμοιος με τη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τῆς Κυβέλης» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …   Dictionary of Greek

  • ναρδίζω — (Α) [νάρδος] είμαι όμοιος με το φυτό νάρδος ή έχω οσμή νάρδου …   Dictionary of Greek

  • οειδίζω — και οϊδίζω και οϊντίζω είμαι όμοιος με κάτι, μοιάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»